μυξιάρης, -α, -ικο

μυξιάρης, -α, -ικο
1. αυτός που βγάζει συνέχεια μύξες από τη μύτη.
2. μτφ., σιχαμερός, τιποτένιος, σαχλός: Κάνει και τον ωραίο ο μυξιάρης!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυξιάρης — και μυξάρης άρα, ικο [μύξα] 1. αυτός που τού τρέχουν συνεχώς οι μύξες, μύξης 2. (ως μειωτικός χαρακτηρισμός) ανίκανος, μηδαμινός, τιποτένιος 3. το ουδ. ως ουσ. το μυξ(ι)άρικο (περιφρονητικά) καχεκτικό παιδί …   Dictionary of Greek

  • μυξάρης — άρα, ικο βλ. μυξιάρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”