- μυξιάρης, -α, -ικο
- 1. αυτός που βγάζει συνέχεια μύξες από τη μύτη.2. μτφ., σιχαμερός, τιποτένιος, σαχλός: Κάνει και τον ωραίο ο μυξιάρης!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.